- ἀνεξικακία
- ἀνεξικακίᾱ , ἀνεξικακίαforbearancefem nom/voc/acc dualἀνεξικακίᾱ , ἀνεξικακίαforbearancefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνεξικακίᾳ — ἀνεξικακίᾱͅ , ἀνεξικακία forbearance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξικακία — η (AM ἀνεξικακία) το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία αρχ. υπομονή, καρτερία … Dictionary of Greek
ανεξικακία — η μακροθυμία, ανοχή του κακού που μας γίνεται: Όλοι μιλούσαν για την ανεξικακία του ανθρώπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξικακίας — ἀνεξικακίᾱς , ἀνεξικακία forbearance fem acc pl ἀνεξικακίᾱς , ἀνεξικακία forbearance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξικακίαν — ἀνεξικακίᾱν , ἀνεξικακία forbearance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξικακίαις — ἀνεξικακία forbearance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
αμνησικακία — η (Α ἀμνησικακία) [ἀμνησίκακος] το να είσαι αμνησίκακος, η έλλειψη μνησικακίας, ανεξικακία, μακροθυμία … Dictionary of Greek
ανεξία — ἀνεξία, η (Α) [ανέχομαι] ανεξικακία, ανοχή … Dictionary of Greek
ανεξίκακος — η, ο (AM ἀνεξίκακος, ον) μη εκδικητικός, αμνησίκακος, μακρόθυμος, μεγάθυμος. αρχ. καρτερικός, υπομονητικός στους κόπους και στις κακοτυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι του ανέχομαι) + κακός. ΠΑΡ. ανεξικακία, ανεξικακώ] … Dictionary of Greek